- βομβώδης
- βομβώδης, -ες (Α) [βόμβος]ο βομβικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βομβώδης — N A masc/fem acc pl (attic epic doric) βομβώδης N A masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) βομβώδης N A masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βομβώδη — βομβώδης N A neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βομβώδης N A masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βομβώδης N A masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βομβῶδες — βομβώδης N A masc/fem voc sg βομβώδης N A neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βομβώδεις — βομβώδης N A masc/fem acc pl βομβώδης N A masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek